έμπορος

έμπορος
Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν κάπηλοι. Οι έ. της αρχαιότητας έφερναν εμπορεύματα στην πόλη σε μεγάλες ποσότητες, όπως σήμερα οι μεγαλέμποροι. Οι αρχαίοι θεωρούσαν αναξιοπρεπές το επάγγελμα αυτό, γι’ αυτό και το μεγαλεμπόριο διεξαγόταν συνήθως από μέτοικους. Σήμερα έ. είναι εκείνος που, με σκοπό το κέρδος, αναλαμβάνει τη μεταφορά και διάθεση των αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Γενικότερα, έ. δεν θεωρείται όποιος ασκεί εμπορικές πράξεις, αλλά εκείνος που ασκεί ως επάγγελμά του το εμπόριο.
* * *
και έμπορας, ο (θηλ. εμπόρισσα) (AM ἔμπορος)
1. αυτός που αγοράζει ποσότητες εμπορεύσιμων ειδών και τά πουλάει με κέρδος («έμπορος λαδιού, σταριού, μηχανημάτων»)
2. (ειδ.) αυτός που πουλάει υφάσματα και είδη νεωτερισμού
μσν.
ως επίθ. ἔμπορος, -ον
ο εξουσιοδοτημένος για μια ενέργεια
αρχ.
1. επιβάτης πλοίου
2. οδοιπόρος, ταξιδιώτης στην ξηρά ή στη θάλασσα
3. αυτός που εκμεταλλεύεται τις γυναίκες («ἔμπορος εὐμόρφων γυναικών», Ανθ. Παλ.)
4. ως επίθ. ἔμπορος, -ον
εμπορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για «σύνθετο εκ συναρπαγής» που προήλθε από τη φράση εν πόρῳ ων, «αυτός που βρίσκεται στη θάλασσα». Αρχικά η λέξη δήλωνε τον ταξιδιώτη, αργότερα αυτόν που εμπορεύεται ταξιδεύοντας συνήθως μέσω θαλάσσης και, τέλος, μετέπεσε στη γενικότερη σημασία «έμπορος».
ΠΑΡ. εμπορεύομαι, εμπορία, εμπορικός, εμπόριο
νεοελλ.
εμποράκος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. εμποριάρχης νεοελλ. εμπορεπίτροπος, εμποροδίκης, εμποροκαπετάνιος, εμποροκράτης, εμπορομεσίτης, εμπορομηχανικός, εμπορομπακάλης, εμποροναύτης, εμποροπανήγυρις, εμποροπλοίαρχος, εμπορορράπτης, εμποροϋπάλληλος. (Β' συνθετικό) μεγαλέμπορος, μικρέμπορος, οινέμπορος, σωματέμπορος
αρχ.
αρχέμπορος, αρχικερδέμπορος, εριέμπορος, θρισσέμπορος, καμηλέμπορος, κερδέμπορος, λογέμπορος, λιθέμπορος, λινέμπορος, ομέμπορος, παλινέμπορος, πεζέμπορος, συνέμπορος, ταπητέμπορος, φιλέμπορος, χοιρέμπορος, χοιριδιέμπορος, χριστέμπορος, ψυχέμπορος
νεοελλ.
αλατέμπορος, αλευρέμπορος, ανθρακέμπορος, βαμβακέμπορος, βιβλιέμπορος, βουτυρέμπορος, γανέμπορος, δερματέμπορος, δουλέμπορος, ελαιέμπορος, ζωέμπορος, καπνέμπορος, λαδέμπορος, λαθρέμπορος, ξυλέμπορος, σησαμέμπορος, σιταρέμπορος, σιτέμπορος, σταφιδέμπορος, σταφυλέμπορος, τυρέμπορος, υαλέμπορος, υφασματέμπορος, φαρμακέμπορος, φρουτέμπορος, χαρτέμπορος, χονδρέμπορος, χοντρέμπορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έμπορος — έμπορος, ο και έμπορας, ο θηλ. ισσα 1. αυτός που αγοράζει φυσικά ή τεχνικά προϊόντα σε μεγάλες σχετικά ποσότητες και τα πουλάει λιανικά με σκοπό το κέρδος. 2. ο χοντρέμπορος (βλ. λ.). 3. αυτός που πουλάει υφάσματα και είδη νεοτερισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔμπορος — one who goes on ship board as a passenger masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Έμπορος, Αμβρόσιος — (17ος αι.). Μοναχός και ζωγράφος. Καταγόταν από τα Χανιά. Είναι γνωστός από δύο εικόνες με θέμα τη Δευτέρα Παρουσία, οι οποίες βρίσκονται η μία στα Χανιά και η άλλη στο Φαμπριάνο της Ιταλίας. Ο Έ. είναι συντηρητικότερος στη μορφολογία από τα… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… …   Dictionary of Greek

  • ἐμπόρω — ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπορον — ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem acc sg ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Торговец —    • Έμπορος          (εμπορία, ср. Mercatura, Торговля), оптовый торговец, отличается от αυτοπώλης и κάπηλος. Αυτοπώλης продает им самим выработанные товары, как, напр., поселянин, привозящий в город деревенские продукты, ремесленник,… …   Реальный словарь классических древностей

  • Σβαρτς, Γεώργιος — Έμπορος στην κοινότητα Αμπελακιών της Θεσσαλίας. Λεγόταν και Μαύρος. > Αμπελάκια …   Dictionary of Greek

  • ἐμπόροις — ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπόρου — ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”